- παραθερισμός
- ο летний отдых;
κέντρα παραθερισμού — курорт, курортные места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κέντρα παραθερισμού — курорт, курортные места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραθερισμός — ο η παραμονή στην εξοχή κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραθερίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 σε βασιλικό διάταγμα] … Dictionary of Greek
παραθερισμός — ο καλοκαιριάτικη διαμονή στην εξοχή, βλ. παραθέριση: Με τα έκτακτα γεγονότα το καλοκαίρι του 1974 διακόψαμε όλοι τον παραθερισμό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκαλοκαίριασμα — το [ξεκαλοκαριάζω] διαμονή σε έναν τόπο κατά τους μήνες τού καλοκαιριού, παραθερισμός … Dictionary of Greek
παραθέριση — η [παραθερίζω] παραθερισμός … Dictionary of Greek
ξεκαλοκαίριασμα — το, ατος παραθερισμός, τέλος καλοκαιριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραθέριση — η η παραμονή στην εξοχή κατά το καλοκαίρι, παραθερισμός, ξεκαλοκαίριασμα: Η παραθέριση στο βουνό ωφελεί τα καχεκτικά παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)